άγγιαχτος

άγγιαχτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς
2. άψαυστος, άγγιχτος
3. ανέπαφος, ακέραιος
4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α- στερητ. +γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγγιαχτερός — ή, ό αυτός που ενοχλεί, που πειράζει κάποιον με λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγγιαχτός + παραγ. κατάλ. ερός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”